Η Ψυχολoγία του διαιτητή στο παρελθόν, σήμερα;

Ένα άρθρο του αείμνηστου καθηγητή Περικλή Λύτρα,

από το περιοδικό ΟΜΑΔΑ-ΣΠΟΡΤΣΜΑΝ (20 Μαρτίου 1981).

H ψυχολογία του διαιτητή

Ο άρχοντας του αγώνος έχει ξεχωριστή και ιδιόρρυθμη θέση, αφού είναι ταυτόχρονα, κριτής και κρινόμενος.

Μόνο το γεγονός ότι η ομαλή και απρόσκοπτη τέλεση ενός αγώνα είναι έργο και αποστολή του διαιτητή, αφού Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτόν, δείχνει το μέγεθος τη σπουδαιότητα του ρόλου του και το άθλημα.

Η θέση του διαιτητή ποδοσφαίρου – όπως και των διαιτητών και των άλλων ομαδικών αθλημάτων – είναι εντελώς ξεχωριστή και ιδιόρρυθμη, στο βαθμό που είναι ταυτόχρονα κριτής και κρινόμενος.

Κριτής αφού είναι ο επόπτης εφαρμογής των κανονισμών του αθλήματος και μαζί δικαστής των ενεργειών των αγωνιζομένων με σχεδόν απόλυτη εξουσία πάνω σε αυτούς για 90 λεπτά.

Κρινόμενος αφού το σύνολο των ενεργειών του γίνεται αντικείμενο κριτικής από το γυμνασίαρχο του αγώνα, από το δημοσιογραφικό κόσμο και κύρια από το φίλαθλο κοινό.

Με άλλα λόγια το πόστο του διαιτητή είναι πραγματικά δύσκολο και υπεύθυνο και προϋποθέτει:

  1. Καλή θεωρητική γνώση των κανονισμών.

  2. Σωστές αντιδράσεις άμεσου χαρακτήρα που θα αξιοποιούν τη θεωρητική του κατάρτιση.

  3. Καλή φυσική κατάσταση για την παρακολούθηση όλων των φάσεων.

  4. Αμεροληψία και αντικειμενικότητα.

  5. Απομόνωση των εκδηλώσεων του κοινού υπέρ του ή σε βάρος του.

  6. Συνεργασία με τους επόπτες.

Οι εκδηλώσεις του κόσμου και των παικτών και ο διαιτητής.

Ο διαιτητής κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων του είναι υποχρεωμένος να μην παίρνει υπόψη του τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις του κοινού και των αγωνιζομένων.

Θεωρητικά αυτό είναι εύκολο, αφού ο διαιτητής έχει να κάνει με συγκεκριμένους κανονισμούς για κάθε περίπτωση.

Πρακτικά όμως η αποστολή του είναι δύσκολη εξαιτίας των ποικίλων αντιδράσεων του κοινού και των παικτών.

Συχνά ο αγωνιζόμενος συμπεριφέρεται άσχημα προς τον διαιτητή, ενώ το κοινό άλλοτε εμπαθές και φορτισμένο και άλλοτε αγνοώντας την πραγματική ερμηνεία των κανονισμών, προβαίνει σε εκδηλώσεις που θιγούν όχι μόνο τη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα και υπόσταση του διαιτητή αλλά και την προσωπική του ζωή (ύβρεις εναντίον του ή εναντίον της οικογένειας του).

Για το λόγο αυτό είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να γίνονται οι φίλαθλοι συνεργοί της κακής αθλητικής συμπεριφοράς ενός παίκτη και να τα βάζουν με  το διοικητή, ενώ συμβαίνει πολλές φορές και το αντίθετο, όταν δηλαδή ο παίκτης υπακούοντας στα κελεύσματα της εξέδρας, αντιδρά άσχημα και σε τελευταία ανάλυση ανεπίτρεπτα για επαγγελματία αθλητή.

Aν μπορούσε κανείς τα 90 αυτά λεπτά να απομονώσει τον άνθρωπο από τον επαγγελματία διαιτητή, θα διαπίστωνε εύκολα ότι έχει να κάνει με μία προσωπικότητα που διακατέχεται από συναισθήματα:

  1. Απομόνωσης. Αισθάνεται μόνος στην αντιμετώπιση όλων των δύσκολων καταστάσεων που ενδεχόμενα προκύπτουν. Μόνος απέναντι στην επιθετικότητα των ποδοσφαιριστών.

  2. Άγχους και υπαιτιότητας. Άγχος από μία πιθανή κακή αντίδραση του και τις συχνά ανυπολόγιστες συνέπειες της και υπαιτιότητας από το γεγονός ότι μπορεί να συμβάλλει αρνητικά σε έναν αγώνα.

  3. Εξιλαστήριο θύματος. Στο βαθμό που συχνά η διαιτησία καλείται άμεσα ή έμμεσα να καλύψει τις παντός τύπου αδυναμίες των σωματείων, για παράδειγμα αθλητικές, διοικητικές, οικονομικές.

   Απέναντι σε αυτά τα μειονεκτήματα ο διαιτητής έχει να αντιπαρατάξει την ορθή και άμεση εφαρμογή των κανονισμών, την αντικειμενικότητά του και το ήθος του. Το θέμα παρουσιάζεται δυσχερές διότι απαιτούνται δύο αντιμετωπίσεις διαφορετικές, που θα οδηγούν από διαφορετικό δρόμο στην πραγμάτωση του ειδικού σκοπού.

   Από τη μία δηλαδή χρειάζεται καλυτέρευση του επιπέδου με επιμόρφωση των διαιτητών, παίρνοντας υπόψη όλα τα σύγχρονα πορίσματα της επιστήμης, κυρίως της ψυχολογίας και από την άλλη της αλλαγής νοοτροπίας που θέλει να τον βλέπει ως κόκκινο πανί για κάθε αποτυχία του συλλόγου του.

Με άλλα λόγια πρέπει να φτάσουμε σε ένα επίπεδο ανάλογο με αυτό των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, όπου ο διαιτητής εφαρμόζει τους κανονισμούς αγνοώντας τις αντιδράσεις εξέδρας, είναι ήπιος χωρίς νεύρα και γενικά συνεννοήσιμος με τους παίκτες που λόγω της παιδείας τους και της μακρόχρονης εμπειρίας τους, σέβονται τις αποφάσεις του,  ανεξάρτητα αν πιστεύουν ότι αδικούνται και τέλος και κυριότερο δεν υπάρχει η έννοια του συμβιβασμού και η επιλογή της εύκολης λύσης.

Οι διακρίσεις της διαιτησίας ανάλογα με τη σημασία του αγώνα.

 Για τους διαιτητές θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι όλοι οι αγώνες είναι το ίδιο πράγμα. Αν και φαίνεται εύκολο θεωρητικά να αντιμετωπιστεί, έτσι και σε κάθε αγώνα στην πράξη τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, διότι και αντικειμενικά κρινόμενοι διάφοροι αγώνες δεν έχουν όλοι την ίδια σημασία μεταξύ τους.

 Άλλος ο αγώνας που ανακηρύσσει τον πρωταθλητή, άλλος αυτός που σημαίνει αλλαγή κατηγορίας για μία ομάδα και άλλος αυτός που δεν έχει καμία βασική σημασία.

 Ακόμα ξεχωριστή σπουδαιότητας για το κύρος, το γόητρο και το μέλλον το ποδοσφαιρικό μιας ομάδας, είναι ο αγώνας ντέρμπι. Που στηρίζεται περισσότερο σε μία εθιμοτυπική και παραδοσιακή βάση και λιγότερο στην ποδοσφαιρική λογική, αφού και σε αυτό τον αγώνα οι βαθμοί της νίκης, της ισοπαλίας και της ήττας είναι οι ίδιοι με τους άλλους.

 Στο σημείο αυτό φαίνεται να συμμερίζονται και οι διαιτητές την αντικειμενική δυσκολία και για το λόγο αυτό βλέπουμε μερικούς διαιτητές να θέλουν να αποφύγουν μία τέτοια δύσκολη  διαιτησία, προβάλλοντας διάφορους λόγους ανωτέρας βίας, συνήθως ασθένεια.

Ένα ακόμα στοιχείο διάκρισης της διαιτησίας είναι το ξεχώρισμα των ποδοσφαιριστών από μερικούς διαιτητές σε δύο κατηγορίες:

 Τους γνωστούς, διάσημους, καλοπληρωμένους, πολυδιαφημισμένος, χρυσοπληρωμένους και με μία λέξη βεντέτες και τους άγνωστους, τους πολλούς, τους χωρίς διαφήμιση αγωνιζόμενους.

Η συχνή εφαρμογή εδώ της φράσης «δύο μέτρα και δύο σταθμά» που φαίνεται να αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο αυτή την πραγματικότητα, η συμπλεγματική αυτή η συμπεριφορά, (εύνοια για τους λίγους και τους εκλεκτούς και απάθεια τους πολλούς που αποτελούν τη βάση του αθλήματος) του διαιτητή στο σημείο αυτό δεν είναι άσχετη με μερικά παράδοξα που συμβαίνουν στο άθλημα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση για παράδειγμα πως μπορεί να κολλάει ο διαιτητής  στην πράξη το διάσημο παίκτη, όσο και αυτή ενός άσημου, τη στιγμή που για τον πρώτο δαπανήθηκαν εκατομμύρια δραχμές, ασχολήθηκαν για μέρες ολόκληρες αθλητικές εφημερίδες και ο φίλαθλος κόσμος έχει φανατιστεί κατάλληλα, σε βαθμό που δεν μπορεί να ανεχθεί την τιμωρία του ινδάλματός του.

Συμπεράσματα.

 Το μικρό αυτό άρθρο δεν έχει απολογιστικό χαρακτήρα της θέσης του διαιτητή. Αν φαίνεται έτσι είναι γιατί πιστεύουμε ότι εκείνο που πρέπει να αλλάξει πρώτα από όλα είναι η νοοτροπία του κόσμου.

Να δοθεί ένα τέλος στην μεγάλη αυτή προκατάληψη εναντίον του καθενός διαιτητή. Προκατάληψη, που ουσιαστικά έχετε ρίζα της όχι στις ειδικές προηγούμενες εμπειρίες μας, αλλά  στην ανάγκη προστασίας και προετοιμασίας του εαυτού μας για μία πιθανή αποτυχία.

Ξεπερνώντας τη βασική αυτή  ψυχολογική αναστολή, το κοινό – που το κάνει να αντιδρά άσχημα απέναντι στο διαιτητή –  θα ξεκινήσει μία νέα εποχή για τα ποδοσφαιρικά ήθη της χώρας μας. Μία εποχή όπου ο φίλαθλος θα εκλαμβάνει σαν δεδομένη την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του .

θα τον ελέγχει μόνο για τις σωστές ή όχι αντιδράσεις του και κρίνοντας έτσι θα έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί, ότι όπως κάθε επαγγελματίας και άνθρωπος κάνει λάθη, το ίδιο συμβαίνει και με το διαιτητή.

Από τη μεριά του ο διαιτητής ξεφεύγοντας από τις άσκοπες, επώδυνες για τον ίδιο και το άθλημα, μεροληπτικές διαιτησίες και έχοντας τη δεδομένη συμπαράσταση του κοινού στο έργο του, θα μπορεί να περιορίσει στο ελάχιστο τα ανθρώπινα λάθη του.

«Κτυπώντας» κανείς τους θεσμούς επιτυγχάνει συνήθως αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Χρέος της πολιτείας, των διοικήσεων και των συλλόγων και των παικτών, είναι να αναζητήσουν τρόπους επιμόρφωσης πάνω στην αθλητική δεοντολογία του κοινού, ούτως ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση στον τομέα αυτό. Στο κάτω-κάτω οι Έλληνες διαιτητές που διαιτητεύουν στην Ευρώπη, σχεδόν πάντα διαπρέπουν.

 Γιατί η επιτυχία αυτή με τη βοήθεια όλων να μην περάσει και στη χώρα μας;

 

Προτάσεις.

  1. Καλή αμοιβή των διαιτητών, για να υπάρχει ένα ισχυρό έρεισμα αντικειμενικότητας.

  2. Αποφυγή από το κοινό να βωμολοχεί (κυρία μαζικά) εναντίον των διαιτητών.

  3. Προσπάθεια των διαιτητών να μην προκαλούν το κοινό με συνεχής λανθασμένες ενέργειες.

  4. Κινητοποίηση των σωματείων για την ανάληψη σταυροφορίας πάνω στην επιμόρφωση του κοινού και την αποφυγή ενεργειών που μόνο το πολιτισμικό μας επίπεδο υποβιβάζουν.

  5. Αυστηρές κυρώσεις σε παίκτες και φιλάθλους που βωμολοχούν, χειροδικούν ή απειλούν με οποιοδήποτε τρόπο τους διαιτητές.

Περικλής Λύτρας (1953 – 2018)

 Κοινωνιολόγος – Ψυχολόγος

Ποιος ήταν ο Περικλής Λύτρας;

Ο Περικλής Λύτρας γεννήθηκε το 1953, σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι. Ήταν Δρ. Κοινωνιολόγος-Ψυχολόγος, Καθηγητής Τουριστικής Κοινωνιολογίας, Τουριστικής Ψυχολογίας και Εργασιακών Σχέσεων στο Τμήμα Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας του Τ.Ε.Ι. Αθήνας, Επισκέπτης Καθηγητής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Διοίκηση Υπηρεσιών», ειδίκευση Τουρισμός του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2004 – 2009) και Καθηγητής στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα α)του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Δια-τμηματικό ΜΠΣ «Σχεδιασμός, Διοίκηση και

Πολιτική Τουρισμού», β)της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας και γ)του Τ.Ε.Ι. –

Πειραιά στη «Διοίκηση Υγείας».

Συγγραφέας 18 επιστημονικών βιβλίων ως μόνος συγγραφέας (εκ των οποίων τα 11 στον τουρισμό), συν-συγγραφέας σε 7 επιστημονικά βιβλία, επιμελητής πολλών ελληνικών και ξενόγλωσσων τόμων, αρθρογράφος τουριστικών περιοδικών και εκδότης δύο επιστημονικών περιοδικών με σύστημα κριτών στον Τουρισμό και στη Διοίκηση και Οικονομία.

Διετέλεσε ακόμη, αιρετό μέλος της 7μελούς Επιτροπής Εκπαίδευσης και Ερευνών του ΤΕΙ Αθήνας, αιρετός Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Δια Βίου Εκπαίδευσης (ΙΔΒΕ), Ιδρυματικός Υπεύθυνος των Παγκόσμιων Αγώνων Special Olympics Αθήνα 2011 και Aκαδημαϊκός Συντονιστής του LLP – Erasmus Programme του ιδίου Ιδρύματος, Πρόεδρος της Πανελλήνιας ΄Ενωσης Παράκτιας Αντισφαίρισης (beach tennis) Π.E.Π.AΝ.

Διετέλεσε επίσης επί δύο θητείες Κοσμήτορας της Σχολής Διοίκησης και Οικονομίας και

κατ΄ επανάληψη Πρόεδρος του Τμήματος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων, Μέλος του 7μελούς αιρετού Διοικητικού Συμβουλίου του «Συνδέσμου Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών», Ειδικός Επιστήμονας (Π.Δ. 407) του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού (FIJET),Αντιπρόεδρος της

Μεσογειακής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού (OMJET), Πρόεδρος των Ελλήνων Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού, Αντιπρόεδρος Εταιρείας Αθλητικής Ψυχολογίας (ΕΑΨ) επί 11 συνεχή έτη, Καθηγητής της Σχολής Ικάρων της Π.Α. επί πολλά έτη, συνεργάτης της Ραδιοφωνίας και της Τηλεόρασης της ΕΤ1, κ.ά.

Έχει τιμηθεί και βραβευθεί για το όλο επιστημονικό, συγγραφικό και σωματειακό-κοινωνικό του έργο από εκπαιδευτικούς, τουριστικούς, αθλητικούς και εκδοτικούς φορείς,

Ήταν έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών (δύο δικηγόρων και μιας 3ετούς φοιτήτριας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών).