Στα τελευταία λεπτά του χθεσινοβραδινού αγώνα της Α1 μεταξύ του Γ.Σ. Περιστερίου και της Α.Ε.Κ. , η γηπεδούχος ομάδα είχε ένα προβάδισμα με 7 πόντους (55 – 48).
Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ΑΕΚ στηρίχθηκε στα προσωπικά καλάθια του Κιθ Λάνγκφορντ και στα τρίποντα του Ματ Λοτζέσκι, έτσι ώστε στα τελευταία λεπτά του αγώνα, να κάνει την ανατροπή και να πάρει το νικηφόρο αποτέλεσμα με ένα επιμέρους σκορ 7 – 18 (τελικό 62-66) .
Για την πορεία του αγώνα μπορείτε να διαβάσετε στο λεπτομερές άρθρο του SPORT 24.
Με τη πορεία του παιχνιδιού στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια ενός κολεγιακού προπονητή της Αμερικής, του coach Raymond Meyer.
Ο συγκεκριμένος προπονητής γεννήθηκε το 1913 στο Σικάγο και έφυγε από τη ζωή το 2006.
Από το 1942 έως το 1984 ήταν προπονητής στο κολλέγιο De Paul με ρεκόρ (724 – 354).
Ένας από τους παίκτες του, ο George Mikan, άλλαξε το τρόπο παιχνιδιού με τα προσόντα του (ο πρώτος big man) και την εκτελεστική τεχνική κοντά στο καλάθι.
Σε ένα σεμινάριο στο οποίο ήταν ομιλητής, σχετικά με το πως μία ομάδα μπάσκετ μπορεί να κρατήσει το ρυθμό του παιχνιδιού, ή να τον ανατρέψει υπέρ της, είχε πει το εξής:
If you don’t have the ball, get it!
And if you get it, do something smart with it.
Σε αυτό λοιπόν το σημείο του παιχνιδιού, η Α.Ε.Κ. πέτυχε την ανατροπή στηριζόμενη σε σωστές δικές της επιθετικές και αμυντικές τακτικές, εκμεταλλευόμενη από την αντίπαλη ομάδα όλα εκείνα τα λάθη στην κατοχή της μπάλας αλλά και στις αμυντικές της αντιδράσεις, που οδήγησαν στην απώλεια του ρυθμού στο παιχνίδι.
Φυσικά σε ένα αγώνα μπάσκετ πρέπει να μπουν και τα σουτ, ιδιαίτερα στα κρίσιμα σημεία του παιχνιδιού και να σου χαμογελάσει και η τύχη. Ο Νίκος Ζήσης έβαλε -με αρκετή δόση τύχης- το καλάθι που διαμόρφωσε το τελικό αποτέλεσμα.
Για να επιστρέψουμε στα τεχνικοτακτικά στοιχεία που μας ενδιαφέρουν εμάς τους προπονητές, παραθέτω κάποιες από τις σημειώσεις του coach Raymond Meyer που σχετίζονται με το ρυθμό του παιχνιδιού.
O coach λοιπόν στα παιχνίδια όπου το σκορ ήταν υπέρ του, για να διατηρήσει το ρυθμό του παιχνιδιού, έλεγε στους παίκτες του:
“Κρατήστε με υπομονή την κατοχή της μπάλας. Αξιοποιήστε τα τελευταία δευτερόλεπτα της επίθεσης για την επιλογή του σουτ. Οι αντίπαλοι θέλουν να αλλάξουν την κατάσταση. Θέλουν την μπάλα. Δεν τους τη δίνουμε!”
Στην προπόνηση χρησιμοποιούσε συγκεκριμένη μεθοδολογία, για να μάθουν οι παίκτες να διατηρούν το ρυθμό στα κρίσιμα σημεία του αγώνα.
Είχε μία άσκηση στην οποία, οι παίκτες έπαιζαν 5 εναντίον 5, η άμυνα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κλέψει τη μπάλα, μιας και το χρονόμετρο υπήρχε άλλοτε 1 λεπτό και άλλοτε 2 λεπτά, με την αμυνόμενη ομάδα να προσπαθεί να πάρει τη κατοχή.
Έδινε σε κάθε κλέψιμο και σε κάθε αμυντικό ριμπάουντ κάποιους πόντους οι οποίοι έμπαιναν στο ταμπλό του σκορ και άλλαζαν το αποτέλεσμα.
Κατά αυτό τον τρόπο και με προσαρμογή στα δεδομένα του χρόνου επίθεσης των 24 δευτερολέπτων της FIBA (η κατοχή της μπάλας ήταν για 45 δευτερόλεπτα τότε), επιδίωκε από τους επιτιθέμενους παίκτες του, να διατηρήσουν την κατοχή, με καλές αποστάσεις και pasσing game για 15 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια να επιλέξουν την προσπάθεια για το σουτ. Ήθελε το σουτ να γίνει με καλές προϋποθέσεις για ριμπάουντ περίπου στα 4 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη της επίθεσης.
Στη συνέχεια αυτής της άσκησης πρόσθετε έναν επιπλέον αμυντικό παίκτη.
Έτσι, στο 5 εναντίον 6, οι παίκτες του έπρεπε να ξεπεράσουν τη δυσκολία της υπεραριθμίας.
Να διατηρήσουν την κατοχή της μπάλας σε μία σαφώς πιο δύσκολη κατάσταση, να έχουν καλύτερες επιλογές στην πάσα “διαβάζοντας” το αμυντικό τρόπο λειτουργίας των 6 αντιπάλων.
Όλα αυτά φυσικά στο αναπτυξιακό μπάσκετ των Αμερικής, στο σχεδιασμό του οποίου συμπεριλαμβάνονται και τα Πανεπιστημιακά Πρωταθλήματα. Εκεί, ο χρόνος κατοχής της μπάλας αντιστοιχεί σε έναν μεγάλο αναπτυξιακό σχεδιασμό.
Στον σχεδιασμό αυτό, οι νεαροί παίκτες δεν έχουν τον χρόνο επίθεσης ως μία θηλειά που σφίγγει γύρω από το λαιμό τους.
Ξεκινούν από τις μικρές ηλικίες στις οποίες δεν υπάρχει χρόνος κατοχής και σταδιακά εισάγουν το χρόνο επίθεσης όταν αλλάζουν τα ηλικιακά επίπεδα.
Επιδιώκουν να μάθουν όσο πιο σωστά γίνεται το άθλημα και μετά ως ολοκληρωμένοι παίκτες, ανάλογα με το ταλέντο και τη δουλειά του καθενός, να μεταπηδήσουν σε επαγγελματικές ανά τον κόσμο κατηγορίες πρωταθλημάτων.
Βέβαια όταν στις ομάδες τους υπάρχει αθλητικότητα, μεγαλύτερο ταλέντο, έχουν την επιλογή να παίξουν ένα πιο γρήγορο στυλ παιχνιδιού, χωρίς να νοιάζονται τόσο για το χρόνο της επίθεσης.
Το συμπέρασμα που μπορούμε να καταλήξουμε επιστρέφοντας στο χθεσινό αγώνα του Περιστερίου με την ΑΕΚ, ίσως είναι ότι όποιο στυλ παιχνιδιού και να επιλεγεί ανάλογα με τις συνθήκες του αγώνα , πρέπει να έχει “δουλευτεί” σωστά στην προπόνηση.
Ο τρόπος που συμμετέχει μία ομάδα στον αγώνα, είναι ο καθρέφτης της δουλειάς που έχει προηγηθεί στην προπόνηση.
Και όπως έχει πει και ο coach Τάκης Πανούλιας, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε δύσκολες καταστάσεις με λάθη στην προπόνηση, γιατί αυτά τα λάθη και οι διορθώσεις τους μετατρέπονται σε επιτυχίες στον αγώνα.
Κλείνω αυτό το άρθρο, με την ελπίδα όλα να πάνε καλά στην εξέλιξη της πανδημίας, για να μπορούν όλα τα παιδιά, όλοι οι προπονητές και οι ομάδες να επιστρέψουν στα γήπεδα σοφότεροι και δυνατότεροι.
Γιάννης Τσουμπρής