Διαβάζοντας την εργασία των καθηγητών Ιωάννη Μπάρμπα, Φωτεινής Βενετασάνου και Αντώνη Καμπά για τα «Παιχνίδια Σωματικής Επαφής» – Παιγνιώδεις δραστηριότητες για όλα τα αθλήματα επαφής που απευθύνονται σε παιδιά από 6 έως 12 ετών (ISBN: 978-618-5040-59-8 – Φεβρουάριος 2014) αποφάσισα να δημιουργήσω αυτό το άρθρο.
Το περιεχόμενο του απευθύνεται σε προπονητές/τριες μικρών ηλικιών στην καλαθοσφαίριση και αφορά την ανάπτυξη κινητικών δεξιοτήτων σε σχέση με τη σωματική επαφή του αθλήματος μπάσκετ.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Τα πιο σημαντικά επιστημονικά στοιχεία από την εργασία των παραπάνω καθηγητών σε σχέση με την προπονητική των μικρών ηλικιών:
Η προπόνηση των μικρών ηλικιών.
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζεται μία αναφορά σε παιχνίδια σωματικής επαφής και δραστηριότητες που αφορούν παιδιά ηλικίας από 6 έως 12 ετών. Κρίνεται, λοιπόν, σκόπιμο να οριστεί ένα θεωρητικό πλαίσιο που αφορά την ανάπτυξη των κινήσεων και τη μάθησή τους.
Το πλαίσιο αυτό, ως προς την κινητική ανάπτυξη, είναι το θεωρητικό μοντέλο της «κλεψύδρας» που αναπτύχθηκε από τους Gallahue & Ozmun (1998) και προβλέπει τέσσερις φάσεις ανάπτυξης των κινήσεων: αντανακλαστική, στοιχειώδη, θεμελιώδη και αθλητικο-κινητική φάση. Από αυτές τις φάσεις, οι δυο τελευταίες είναι σημαντικές για την ηλικιακή περίοδο αναφοράς του παρόντος άρθρου.
Φάση θεμελιωδών κινήσεων (2 έως 7 ετών)
Το χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι η κατάκτηση των θεμελιωδών προτύπων κίνησης και η γενική βελτίωση του κινητικού ελέγχου, συνέπεια της οποίας είναι η μεγαλύτερη δραστηριοποίηση και τελικά, η μεγαλύτερη κινητική εμπειρία και ο εμπλουτισμός των κινητικών επιλογών.
Η ανάπτυξη των θεμελιωδών προτύπων κίνησης πραγματοποιείται σε τρία στάδια: πρώιμο, βασικό και ώριμο. Το πρώιμο στάδιο (2 έως 3 ετών), χαρακτηρίζεται από στοχευμένες κινήσεις, περιορισμένο κινητικό έλεγχο, γενικές, ασυντόνιστες κινήσεις και αρκετές «συνκινησίες». Στο βασικό στάδιο (3 έως 4 ετών) παρατηρείται σταθερή αλλά όχι πολύ σημαντική βελτίωση του κινητικού ελέγχου και ταυτόχρονα, σταδιακά εμφανιζόμενη εξειδίκευση των μυϊκών ομάδων. Ως συνέπεια, η συμμετοχή τους στις κινητικές δραστηριότητες είναι αποτελεσματικότερη.
Στο ώριμο στάδιο (4 έως 7 ετών) το οποίο μας ενδιαφέρει για το άρθρο αυτό (μιας και μιλάμε για προπονητική καλαθοσφαίρισης που ξεκινάει από 6 ετών), ο κινητικός έλεγχος είναι, πλέον, αισθητά καλύτερος, γεγονός που εξασφαλίζει σταθερότητα κατά την εκτέλεση.
Σε αυτό το στάδιο, η σημαντικότητα της δραστηριότητας και της εξάσκησης, με όσο το δυνατό περισσότερες και πολύπλευρες κινητικές εμπειρίες, είναι καθοριστική για την κινητική ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι από αυτό το στάδιο μπαίνουν οι βάσεις για ένα φυσικά δραστήριο προφίλ ενός μικρού καλαθοσφαιριστή.
Αθλητικές κινήσεις (8- 10 ετών)
Η κατάκτηση των θεμελιωδών κινήσεων έχει ως αποτέλεσμα την εκτέλεση σύνθετων κινητικών δεξιοτήτων. Χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η ιεράρχηση των γνωστών κινήσεων και η σταθερή κινητική απόδοση. Η φάση αυτή εξελίσσεται σε 3 στάδια: μεταβατικό, στάδιο αθλητικών κινητικών δεξιοτήτων και στάδιο εξειδίκευσης.
Στο μεταβατικό στάδιο (8 έως 10 ετών), τα θεμελιώδη πρότυπα κίνησης εφαρμόζονται σε σύνθετες κινήσεις, με κύριο χαρακτηριστικό την ακρίβεια και τον έλεγχο.
Η συνειδητή ενασχόληση του παιδιού με την καλαθοσφαίριση στο δεύτερο στάδιο, σηματοδοτεί τη συμμετοχή σε οργανωμένη μορφή εξάσκησης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την πρόοδο των αθλητικών κινητικών δεξιοτήτων-τεχνικών για την επόμενη ηλικιακή περίοδο (11 έως 13 ετών).
Στο στάδιο της εξειδίκευσης (14 έως 18 ετών) οι προπονητές εξειδικεύουν περισσότερο τις καλαθοσφαιρικές τους επιλογές και κατ’ επέκταση την εξάσκηση και την προπόνησή των παιδιών.
Κινητική συναρμογή
Η κινητική συναρμογή στις δεξιότητες της καλαθοσφαίρισης μαζί με τη φυσική κατάσταση αποτελούν τις δυο παραμέτρους της απόδοσης των παιδιών και είναι αντικείμενο μελέτης εδώ και πολλές δεκαετίες.
Ο Hirtz (1978) αναφέρεται σε συναρμοστικές ικανότητες οι οποίες βασίζονται σε 5 κυρίως επιμέρους παράγοντες:
1. Διαφοροποίηση επιδόσεων προσανατολισμού (χώρος-χρόνος)
2. Ακρίβεια αντιδράσεων και κινήσεων στον χώρο και τον χρόνο
3. Βαθμός διατήρησης της ποιότητας του κινητικού ελέγχου με αυξανόμενη ταχύτητα εκτέλεσης
4. Ακρίβεια και ταχύτητα σε λεπτές κινήσεις
5. Κινητική ετοιμότητα
Ο Gaertner (1979) επιβεβαίωσε τα αποτελέσματα του Hirtz και αναφέρεται σε 6 «ικανότητες»:
1. Σύνθετη ικανότητα αντίδρασης
2. Κιναισθητική ικανότητα διαφοροποίησης
3. Ικανότητα προσανατολισμού στον χώρο
4. Ικανότητα ισορροπίας
5. Ρυθμική ικανότητα
6. Ικανότητα συναρμογής κάτω από χρονική πίεση
Οι προπονητές-τριες πρέπει να προσέξουν τη σχέση της βιολογικής και της πραγματικής προπονητικής ηλικίας των παιδιών όσον αφορά τις φυσιολογικές βάσεις που καθορίζουν την ανάπτυξη της κινητικής συναρμογής.
Η ανάπτυξη του εγκεφάλου ακολουθεί ραγδαία πορεία και ήδη από τα 6 χρόνια έχει επιτευχθεί το 90-95% της τελικής του μάζας, ενώ αντίστοιχα το ποσοστό της σωματικής ανάπτυξης δεν έχει ολοκληρωθεί ούτε κατά το ήμισυ του τελικού (Hellbruegge, Rutenfranz & Graf, 1966).
Ο σχεδιασμός της προπόνησης απαιτεί πλήρη γνώση όλων των παραγόντων που επηρεάζουν την ανάπτυξη της κινητικής συναρμογής. Ένα κρίσιμο σημείο αναφοράς κατά την ανάπτυξη της κινητικής συναρμογής είναι η ύπαρξη ευαίσθητων φάσεων. Κατά τη διάρκεια των ευαίσθητων φάσεων, ο οργανισμός εμφανίζει καλύτερη «προπονησιμότητα» απ’ ότι σε άλλες περιόδους.
Έχει βρεθεί ότι μεταξύ 6 και 10 ετών ο οργανισμός είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ερεθίσματα κινητικής συναρμογής, κάτι που έχει άμεση επίπτωση στη βελτίωση των επιδόσεων σε αυτό τον τομέα (Starosta & Hirtz, 1989). Η προπόνηση σ’ αυτή τη φάση ενισχύει ακόμα περισσότερο τις επιδόσεις κινητικής συναρμογής (Wolanski & Parizkova, 1976). Οι Starosta και Hirtz (1989) θεωρούν ότι, αν αυτή η φάση μείνει ανεκμετάλλευτη, αργότερα θα είναι εμφανώς δυσκολότερη η διαδικασία ανάπτυξης της κινητικής συναρμογής. Έτσι, όχι μόνο συνιστάται αλλά και επιβάλλεται η προπόνηση κινητικής συναρμογής κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο οργανισμός είναι δεκτικός σε ερεθίσματα κινητικής συναρμογής και νωρίτερα από την ηλικία που προαναφέρθηκε, δηλαδή κατά την προσχολική ηλικία, γεγονός που ενισχύει την άποψη της έγκαιρης εξάσκησης της κινητικής συναρμογής και πριν από την ευαίσθητη φάση της (Καμπάς κ.α., 2001).
Στον σωματειακό αθλητισμό, η αποτυχία δεξιοτεχνικής εκτέλεσης στην καλαθοσφαίριση και οι μικρές επιδόσεις στην εκτέλεση της τεχνικής, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ιδιαίτερη ψυχραιμία από τους προπονητές και να μην οδηγήσει, όπως συχνά συμβαίνει, σε αποκλεισμό των παιδιών αυτών από τη διαδικασία της προπόνησης με μακροπρόθεσμους στόχους υψηλών επιδόσεων.
Η υπομονή και η επιμονή του προπονητή, καθώς και η ιδιαίτερη ικανότητά του να επικοινωνεί με τους νεαρούς αθλητές, είναι απαραίτητες όσο ποτέ άλλοτε. Άλλωστε μέσα από αυτή την υπομονή, στο επόμενο στάδιο (μετά τα 10 έτη και έως τα 13 έτη) παρουσιάζεται η μεγαλύτερη βελτίωσή.
Οι Roth και Winter (1994) υποστηρίζουν ότι σε ασκήσεις συναρμογής που γίνονται κάτω από πίεση χρόνου, τα αγόρια πετυχαίνουν καλύτερες επιδόσεις από τα κορίτσια, ενώ το αντίθετο συμβαίνει όσον αφορά τις ασκήσεις συναρμογής-ακριβείας.
Προσανατολισμός στον χώρο
Η ικανότητα προσανατολισμού στον χώρο βελτιώνεται σημαντικά μεταξύ 6 έως 10 ετών, συνεχίζει την ανάπτυξή της στη πρώιμη σχολική ηλικία και παρουσιάζει άλλη μια ώθηση μεταξύ 13 έως 16 ετών ενώ οι διαφορές μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών είναι σημαντικές καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξης, προς όφελος των αγοριών.
Σύμφωνα με τους Martin, Carl & Lehnertz (1991), η ικανότητα αυτή αναπτύσσεται με ασκήσεις που στοχεύουν στο να αντιληφθούν οι ασκούμενοι τη στάση και τη θέση του σώματος καθώς και τις θέσεις συμπαικτών, αντιπάλων και οργάνων στον χώρο.
Και στην προσχολική αλλά κυρίως στη σχολική ηλικία, η διαρκής εναλλαγή καταστάσεων στο παιχνίδι αποτελεί πρόκληση για τη διατήρηση του προσανατολισμού στον χώρο. Εκτός από την κατάκτηση της θέσης του σώματος στον χώρο (αντίληψη του χώρου), σημαντική για το παιχνίδι είναι η αναγνώριση της θέσης των συμπαικτών και των αντιπάλων καθώς και η ανακάλυψη ελεύθερου χώρου για δράση. Για τον σκοπό αυτό, οι πλέον ενδεδειγμένες οργανωτικές μορφές παιχνιδιών είναι τα «μίνι καλαθοσφαιρικά παιχνίδια», όπου υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες παραλλαγών σε σχέση με τον χώρο, τα αντικείμενα, τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί η ταυτόχρονη επίδραση που έχουν τα προπονητικά περιεχόμενα αυτής της μορφής τόσο στην ικανότητα προσανατολισμού όσο και στη διαφοροποίηση. Μια άλλη οργανωτική μορφή για τη βελτίωση της ικανότητας του προσανατολισμού, που προτείνεται από τον Kosel (1998), είναι οι στροφές γύρω από τους άξονες του σώματος (κυβιστήσεις, ανακυβιστήσεις κ.λ.π.).
Ισορροπία
Η ικανότητα ισορροπίας είναι ανεπτυγμένη σε ικανοποιητικό επίπεδο στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, παρουσιάζει σημαντική βελτίωση κατά τη πρώιμη σχολική ηλικία, ενώ η ανάπτυξή της ολοκληρώνεται με το τέλος της όψιμης σχολικής ηλικίας και δεν παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των δυο φύλων (Martin, 1988).
Στις ασκήσεις για τη βελτίωση της ισορροπίας επιδιώκεται η εξάσκηση της διατήρησης ή επανάκτησης της ισορροπίας (Martin, Carl & Lehnertz, 1991). Για τη βελτίωση αυτής της ικανότητας επιλέγονται προπονητικά περιεχόμενα που περιλαμβάνουν εξάσκηση σε σταθερές και ασταθείς επιφάνειες ισορροπίας.
Βασική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ασκήσεων ισορροπίας είναι η εξασφάλιση προϋποθέσεων ασφαλούς εκτέλεσης στον χώρο εξάσκησης. Το κέρδος από μια σωστά επιλεγμένη άσκηση μπορεί να χαθεί, όταν προκύψει οποιοδήποτε ατύχημα λόγω οργανωτικής αδυναμίας. Επειδή μάλιστα η κλιμακούμενη δυσκολία, αφενός σε σχέση με το πλάτος της επιφάνειας ισορροπίας αφετέρου σε σχέση με την απόσταση της επιφάνειας ισορροπίας από το έδαφος, είναι καθοριστικό στοιχείο κατά την οργάνωση των προπονητικών περιεχομένων και τη μεθοδική εξάσκηση της ισορροπίας, δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε τις απώλειες ισορροπίας και τις πτώσεις.
Όταν όμως η οργάνωση του χώρου εξάσκησης εξασφαλίζει την αποφυγή τραυματισμών, τα θετικά αποτελέσματα της προπόνησης είναι αναμενόμενα, κάτι που δε συμβαίνει σε αντίθετη περίπτωση. Ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο κατά την οργάνωση των προπονητικών περιεχομένων είναι οι μικρές ομάδες για κάθε σταθμό προκειμένου να επιτευχθεί μεγάλη διάρκεια εξάσκησης (Kosel, 1998).
Σύνθετη αντίδραση
Η ικανότητα αντίδρασης είναι κατά τον Martin (1988), αρκετά ανεπτυγμένη στην προσχολική ηλικία, παρουσιάζει τη μεγαλύτερή της βελτίωση στην πρώιμη σχολική ηλικία, αναπτύσσεται σε μικρό βαθμό κατά την όψιμη σχολική ηλικία και τέλος, βελτιώνεται πάλι από την ηλικία των 16 ετών.
Σημαντικές διαφορές στην απόδοση μεταξύ των φύλων παρατηρούνται μετά την ηλικία των 14 ετών. Παιδιά ηλικίας 6 έως 10 ετών χρειάζονται διπλάσιο χρόνο από τους ενήλικες για να αντιδράσουν στο ίδιο ερέθισμα(Cratty & Gibson, 1985).
Οι Martin, Carl & Lehnertz (1991) προτείνουν ασκήσεις με στόχο να μάθουν τα παιδιά να αντιδρούν σε οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα ή σε κινούμενα αντικείμενα.
Ένα σημαντικό στοιχείο στην οργάνωση των προπονητικών περιεχομένων για τη βελτίωση της ικανότητας αντίδρασης είναι η παραλλαγή των ερεθισμάτων σε σχέση με τον χρόνο. Πολλά από τα προπονητικά περιεχόμενα που βελτιώνουν την αντίδραση αναπτύσσουν ταυτόχρονα και τον προσανατολισμό. Τέτοια είναι τα δρομικά παιχνίδια. Ο Kosel (1998) αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τέτοιου είδους παιχνιδιών, τα παιδιά μαθαίνουν να ξεκινούν γρήγορα και να διανύουν με μεγάλη ταχύτητα μικρές αποστάσεις, να παραλλάσσουν τον δρομικό ρυθμό (γρήγορα-αργά-διακοπή-αλλαγή κατεύθυνσης), να παρατηρούν τα παιδιά που τους κυνηγούν και να αντιδρούν γρήγορα προκειμένου να τους αποφύγουν.
Επίσης, τους μαθαίνουν να τρέχουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγουν τις συγκρούσεις, να παρακολουθούν τους συμπαίκτες τους και, αν χρειαστεί, να τους βοηθούν, όπως επίσης να αντιλαμβάνονται και να αποφεύγουν εμπόδια.
Η υψηλή ένταση που χαρακτηρίζει τα δρομικά παιχνίδια δεν αποτελεί πρόβλημα, αφού η αποκατάσταση επέρχεται σ’ αυτή την ηλικία μετά από μικρό διάλειμμα, κάτι που δε συμβαίνει στους ενήλικες (Kosel, 1998).
Ο σταδιακά αυξανόμενος βαθμός δυσκολίας επιτυγχάνεται μέσω αύξησης π.χ. του αριθμού των «κυνηγών» σ’ ένα παιχνίδι ή μείωση π.χ. της απόστασης μεταξύ δυο παιδιών που ανταλλάσσουν πάσες σ’ ένα άλλο παιχνίδι.
Ρυθμός
H ικανότητα ρυθμού αναπτύσσεται σχετικά ικανοποιητικά στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, παρουσιάζει σημαντική βελτίωση στην πρώιμη σχολική ηλικία και αναπτύσσεται μέχρι το τέλος της όψιμης σχολικής ηλικίας, αναφέρονται δε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δυο φύλα (Martin, 1988).
Η ικανότητα αυτή βελτιώνεται με προπονητικά περιεχόμενα που δίνουν έμφαση στον χρονικό δυναμικό διαχωρισμό προκαθορισμένων ρυθμών εκτέλεσης. Έτσι, κάθε είδους ρυθμική πηγή, όπως παλαμάκια, ταμπουρίνο, κύμβαλα, φωνητικά εφέ, μουσική κ.α., μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να συνδεθεί η κινητική εκτέλεση με τον ρυθμό.
Ακόμα ένα χρήσιμο όργανο για τη βελτίωση της ικανότητας του ρυθμού είναι το σχοινάκι.
Τέλος, κάθε είδους δρομικές ασκήσεις με εμπόδια ή κώνους που σηματοδοτούν σημεία ρυθμικής έμφασης αποτελούν πολύτιμες επιλογές για την οργάνωση της προπονητικής διαδικασίας.
Η διδασκαλία του ρυθμού περιλαμβάνει βασικά δυο στοιχεία: την κινητική επένδυση του ρυθμού και τη ρυθμική επένδυση της κίνησης. Στην πρώτη περίπτωση οι ασκούμενοι κινούνται προσπαθώντας να ακολουθήσουν ή να ανταποκριθούν σ’ έναν δεδομένο ρυθμό, που προέρχεται είτε από κρουστά είτε από μουσική πηγή και στη δεύτερη, οι ασκούμενοι προσπαθούν να συνοδεύσουν με τα κρουστά ή με κινήσεις μια δεδομένη κινητική φόρμα που εκτελείται από τρίτους. Ένα τελευταίο στοιχείο που δεν πρέπει να παραληφθεί είναι ο ατομικός ρυθμός που έχει κάθε μας κίνηση.
Το βάδισμα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένας πλήρης κύκλος βαδίσματος ξεκινάει με την προσγείωση της φτέρνας του δεξιού ποδιού μέχρι την επόμενη προσγείωση της φτέρνας του ίδιου ποδιού και χωρίζεται σε κύριες φάσεις: α) στήριξης (αρχική διπλή στήριξη-μονή στήριξη, δεύτερη διπλή στήριξη) και β) αιώρησης (αρχική φάση αιώρησης-μεσαία φάση αιώρησης-τελική φάση αιώρησης). Το μοντέλο αυτό του φυσιολογικού βαδίσματος δε διαφέρει σε κανέναν άνθρωπο και οι μόνες διαφοροποιήσεις που υφίστανται οφείλονται σε σωματομετρικές διαφοροποιήσεις.
Σχετικά με τον ρυθμό των κινήσεων ο Kosel (1998) αναφέρει ότι η κατάκτηση του ρυθμού μιας κίνησης, σχετίζεται άμεσα με τη βελτίωση της ποιότητας εκτέλεσής της και καθορίζει τη σιγουριά με την οποία εκτελείται η κίνηση.
Στοιχεία κινητικής μάθησης
Οι σχετικά μόνιμες αλλαγές που προκαλεί η μάθηση, είτε αυτές αφορούν τη μορφολογία του κεντρικού νευρικού συστήματος, είτε τη λειτουργία μέσα στο ίδιο το σύστημα, είτε τελικά αφορούν τα στοιχεία της παραγόμενης κίνησης, είναι αυτές που από την αρχή επιδιώκονται στα πλαίσια της εξάσκησης.
Κατά συνέπεια, είναι μεγάλης σημασίας η γνώση για το πώς και κάτω από ποιες συνθήκες πρέπει να μαθαίνουν οι ασκούμενοι μια καινούργια κίνηση ή για το ποια μεθοδολογία εκμάθησης ή διόρθωσης λαθών εφαρμόζεται.
Ο/Η προπονητής/τρια καλείται να αυξήσει την αποτελεσματικότητά του αλλά και των παιδιών του, δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες μάθησης και αξιοποιώντας τα κατάλληλα εργαλεία στις κατάλληλες περιστάσεις.
Σε αυτή την κατεύθυνση, τρεις μέθοδοι έδωσαν σημαντικές λύσεις στο πρόβλημα της εξασφάλισης των καλύτερων μαθησιακών συνθηκών (Christina & Bjork, 1991):
1) Η πλοκή περιεχομένου αφορά την παροχή προπονητικών περιεχομένων με πολλές τεχνικές (δεξιότητες), έτσι ώστε να δημιουργηθούν στρατηγικές επίλυσης, ανεξάρτητες από τη συνθήκη, που να μπορούν να αξιοποιηθούν και σε άλλες συνθήκες. Αν και ιδιαίτερα αποτελεσματική, η πλοκή περιεχομένου δεν είναι η καλύτερη μέθοδος για παιδιά.
2) Η διαφοροποίηση του τύπου εξάσκησης προτρέπει τους προπονητές να παρέχουν προπονητικά περιεχόμενα με ποικιλία συνθηκών μιας δεξιότητας έτσι, ώστε η προπόνηση να περιλαμβάνει εξάσκηση σε πολλές παραλλαγές μιας ίδιας τεχνικής. Αυτή η μέθοδος είναι απόλυτα ενδεδειγμένη ειδικά για την παιδική ηλικία.
3) Η μείωση της συχνότητας ανατροφοδότησης αφορά τη στρατηγική μείωσης της ανατροφοδότησης που πρέπει να εφαρμόσουν οι προπονητές έτσι, ώστε οι ασκούμενοι να απεξαρτηθούν από αυτήν και να αναζητούν λύσεις με βάση τις ατομικές εσωτερικές πηγές πληροφορίας.
Όλα τα παραπάνω, αλλά και κάθε θεωρητική γνώση που οι προπονητές αποδέχονται και προσπαθούν να εφαρμόσουν, προϋποθέτουν την αποσαφήνιση του στόχου της προπόνησης, του είδους της τεχνικής που θα διδαχθεί αλλά και τα ατομικά χαρακτηριστικά των ασκούμενων.
Έτσι, μεθοδολογικές επιλογές που σε κάποιους ασκούμενους ή σε κάποιες τεχνικές αποδεικνύονται αποτελεσματικές, σε κάποιες άλλες συνθήκες φαίνεται ότι λειτουργούν λιγότερο αποτελεσματικά.
ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Τα παιχνίδια καλαθοσφαιρικής σωματικής επαφής και η παιδαγωγική-προπονητική τους αξία
Οι «μαγικές» ιδιότητες των παιχνιδιών σωματικής επαφής «ανακαλύφθηκαν» από τους παιδαγωγούς περίπου τη δεκαετία του ’80 και από εκείνη την περίοδο και μετά, η αξία τους για την παιδαγωγική έχει τεκμηριωθεί πλήρως (Gerr, 1980; 1982).
Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, τα παιχνίδια σωματικής επαφής συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον ακόμα και των θεραπευτών, με αποτέλεσμα όλο και συχνότερα να επιστρατεύονται για τη θεραπεία παιδιών με τάσεις επιθετικής συμπεριφοράς.
Οι δραστηριότητες σωματικής επαφής μέσα από τις ασκήσεις καλαθοσφαίρισης αποτελούν εξαιρετικό υλικό για την ανάπτυξη των 5 «μορφημάτων» της κινητικής συναρμογής: την κιναισθητική διαφοροποίηση, τον προσανατολισμό, τη σύνθετη αντίδραση, την ισορροπία και τον ρυθμό.
Από κινητικής πλευράς, τα παιχνίδια επαφής περιλαμβάνουν κυρίως πίεση και αντίσταση. Στο πάλεμα με τον αντίπαλο, στην διεκδίκηση της μπάλας του μπάσκετ, ο αθλητής ποτέ δεν είναι απόλυτα σίγουρος, για το αν έχει το πλεονέκτημα ή αν ακολουθεί μια προσποίηση του αντιπάλου του.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιθετικές και οι αμυντικές ενέργειες εναλλάσσονται γρήγορα και γι’ αυτό, τα παιδιά απαιτείται να είναι σοβαρά, συγκεντρωμένα, Οι προπονητές να σχεδιάζουν τη διδακτική ή την προπονητική μονάδα αντίστοιχα, ακολουθώντας την παρακάτω δομή: εισαγωγική φάση (δραστηριότητες επαφής), φάση έντασης (παιχνίδια και δραστηριότητες επαφής σε ζευγάρια και ομάδες) και τέλος φάση χαλάρωσης (δραστηριότητες χαλάρωσης σε ζευγάρια).
Τα παιχνίδια που παρουσιάζονται σε αυτό το εγχειρίδιο είναι χωρισμένα σε τρείς κατηγορίες: παιχνίδια για παιδιά 6 έως 8, 8 έως 10 και 10 έως 12 ετών.
Παιχνίδια για παιδιά ηλικίας 6 έως 8 ετών
«Τράβα το μαντίλι»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
Α. Ανάπτυξη αντανακλαστικών
Β. Βελτίωση άμυνας
Γ. Ανάπτυξη της ταχύτητας
Δ. Εμπέδωση των λαβών και των κρατημάτων
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Τα παιδιά χωρίζονται σε ζευγάρια, έχοντας από ένα μαντίλι στερεωμένο στο πίσω μέρος του παντελονιού τους. Στόχος κάθε παίκτη είναι να κλέψει το μαντίλι του αντιπάλου του, χωρίς να επιτρέψει σε αυτόν να κάνει το ίδιο. Κερδίζει αυτός που θα τραβήξει πρώτος το μαντίλι.
ΚΑΝΟΝΕΣ: Απαγορεύονται τα σπρωξίματα και τα τραβήγματα
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 30΄΄ ενεργούς δράσης και 10΄΄ διάλειμμα.
Θα γίνουν δύο επαναλήψεις.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ: Το μαντίλι μπορεί να δεθεί, επίσης: – στα πλαϊνά της μέσης των παιδιών – στο γόνατό τους – στο πόδι τους.
«Διασταυρώσεις»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
A. Ανάπτυξη σωματικής επαφής με τον συνασκούμενο
Β. Ανάπτυξη ισορροπίας
Γ. Προσανατολισμός στον χώρο
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Τα παιδιά είναι χωρισμένα σε ζευγάρια. Τα μέλη κάθε ζευγαριού συναντιούνται καθώς κινούνται πάνω σε μια γραμμή του γηπέδου. Στόχος τους είναι να καταφέρουν να διασταυρωθούν και να συνεχίσουν την πορεία τους χωρίς να χάσουν την ισορροπία τους.
ΣΗΜΕΙΑ ΕΜΦΑΣΗΣ: Δε σπρώχνουμε τον συνασκούμενό μας.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 15΄΄ ενεργούς δράσης και 15΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν τρεις επαναλήψεις.
«Οι Κάμπιες»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
A. Έλεγχος στήριξης
Β. Ανάπτυξη μυϊκής δύναμης
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Τα παιδιά είναι χωρισμένα σταδιακά σε μικρές ομάδες των τριών, τεσσάρων ή περισσοτέρων ατόμων και στηρίζονται με μία μπάλα να ακουμπάει την πλάτη του μπροστινού τους. Η ομάδα μετακινείται στον χώρο χωρίς να διασπάται.
ΚΑΝΟΝΕΣ: Αν κάποιος παίκτης αφήσει την επαφή με τη μπάλα ή του πέσει η μπάλα,, η ομάδα τους χάνει έναν πόντο.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 40΄΄ ενεργούς δράσης και 30΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν τρεις επαναλήψεις.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ: Α) Η άσκηση μπορεί να εκτελεστεί με ένα χέρι να κρατάει τη μπάλα. Β) Μπορούν να τοποθετούν διάφορα αντικείμενα στον χώρο, έτσι ώστε η μετακίνηση της ομάδας να γίνει μέσα από εμπόδια.
«Ο Διαβολάκος»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
A. Αίσθηση απόστασης ανάμεσα στους συμπαίκτες
Β. Ανάπτυξη αντίδρασης
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Ένας «διαβολάκος» βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν κύκλο του γηπέδου μπάσκετ. Έχει ένα μαντίλι στερεωμένο στο πίσω μέρος του παντελονιού του. Τέσσερις ή έξι παίκτες βρίσκονται γύρω από τον κύκλο και προσπαθούν να μπουν σε αυτόν ντριπλάρωντας μία μπάλα, με σκοπό να κλέψουν το μαντίλι, εξουδετερώνοντας έτσι τον «διαβολάκο». Ο «διαβολάκος», με τη σειρά του, δεν πρέπει να επιτρέψει την είσοδό τους.
ΣΗΜΕΙΑ ΕΜΦΑΣΗΣ: Μόνο ένα παιδί μπορεί να μπει στον κύκλο, κάθε φορά.
ΚΑΝΟΝΕΣ: Όποιον ακουμπάει ο διαβολάκος, βγαίνει από το παιχνίδι.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 40΄΄ ενεργούς δράσης και 30΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν τρεις επαναλήψεις.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ: Οργανώνονται αγώνες διάρκειας 3-5 λεπτών. Ποιος διαβολάκος έμεινε στον κύκλο περισσότερο; Ποιος από τους παίκτες έκλεψε το μαντίλι περισσότερες φορές κάνοντας σωστά την τεχνική της ντρίπλας;
«Ο μάγος»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
A. Ανάπτυξη αντοχής
Β. Ανάπτυξη αντανακλαστικών
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Τα παιδιά κινούνται ελεύθερα στο γήπεδο ντριπλάρωντας τις μπάλες τους. Ένα από αυτά είναι μάγος. Ο μάγος κυνηγάει τα παιδιά και όποιο ακουμπήσει ακινητοποιείται και κρατάει τη μπάλα του ψηλά πάνω από το κεφάλι. Γίνεται ένα άγαλμα που στέκει ακίνητο με τα πόδια ανοικτά. Τα αγάλματα μπορούν να ελευθερωθούν όταν κάποιος περάσει κάτω από τα πόδια τους τη δική του μπάλα. Όσο πιο πολλά παιδιά συμμετέχουν τόσο μεγαλύτερος χώρος αξιοποιείται.
ΣΗΜΕΙΑ ΕΜΦΑΣΗΣ: Προσπαθούμε να μένουμε μέσα στο γήπεδο που έχει ορίσει ο προπονητής (ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών – ολόκληρο ή μισό).
ΚΑΝΟΝΕΣ: Όποιο παιδί-άγαλμα μετακινηθεί, θα βγει από το παιχνίδι.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 20΄΄ ενεργούς δράσης και 20΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν τρεις επαναλήψεις.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ: Α. Οι μάγοι γίνονται περισσότεροι. Β. Τα παιδιά που ακινητοποιούνται, κάνουν περιφορές της μπάλας γύρω από το σώμα τους.
«Οι αμυντικοί»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
Α. Αίσθηση απόστασης ανάμεσα στους συμπαίχτες
Β. Ανάπτυξη αντίδρασης
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Στον κεντρικό κύκλο του γηπέδου, έχουμε τοποθετήσει δύο ή τρεις μικρούς κώνους. Τα παιδιά είναι σκορπισμένα στον χώρο, ενώ ένα ή δύο από αυτά βρίσκονται μέσα στον κύκλο, έχοντας τον ρόλο του φύλακα. Στόχος των παιδιών που βρίσκονται γύρω από τον κύκλο είναι να «κλέψουν» τους κώνους που προστατεύουν οι φύλακες. Το παιδί που θα κατορθώσει να πάρει έναν κώνο από τον κύκλο, γίνεται φύλακας αλλάζοντας έναν από τους προηγούμενος φύλακες.
ΚΑΝΟΝΕΣ: Όποιον ακουμπήσει ο φύλακας, βγαίνει από το παιχνίδι.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 50΄΄ ενεργούς δράσης, 15΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν πέντε επαναλήψεις.
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ: Τα παιδιά που βρίσκονται έξω από τον κύκλο (α) κινούνται μόνο δεξιόστροφα, (β) πηδούν στο ένα πόδι, αλλάζοντάς το περιοδικά.
«Μάχη για τη μπάλα»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
Α) Ανάπτυξη ταχύτητας
Β) Βελτίωση της αντίδρασης στα κινητικά ερεθίσματα
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Τα παιδιά χωρίζονται σε ζευγάρια έχοντας γυρισμένη την πλάτη ο ένας στον άλλο. Ανάμεσά τους υπάρχει μια μπάλα. Με το σύνθημα, τα παιδιά προσπαθούν να αρπάξουν τη μπάλα. Νικητής είναι αυτός που θα αρπάξει πρώτος την μπάλα.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 10΄΄ ενεργούς δράσης και 10΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν 10 επαναλήψεις
ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ: Το μέγεθος της μπάλας μικραίνει και έτσι αυξάνεται ο βαθμός δυσκολίας του παιχνιδιού (ένα μπαλάκι του τένις).
«Πάρε την κατοχή της μπάλας»
ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ:
A. Αίσθηση της απόστασης
Β. Μυϊκή ενδυνάμωση
Γ. Νευρομυϊκή συναρμογή
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Τα παιδιά είναι χωρισμένα σε ζευγάρια και κρατούν μια μπάλα με τα δυο τους χέρια. Με το σύνθημα, κάθε παιδί προσπαθεί να πάρει την μπάλα και να τη σηκώσει πάνω από το κεφάλι του.
ΣΗΜΕΙΑ ΕΜΦΑΣΗΣ: Το παιχνίδι τελειώνει, όταν πέσει κάτω η μπάλα.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 1΄ ενεργούς δράσης, 40΄΄ διάλειμμα. Θα γίνουν πέντε επαναλήψεις.